Ο ΣΥΡΙΖΑ, το ευρώ και ο μουντζούρης
Η παρέμβαση της Αριστερής Πλατφόρμας στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ επανέφερε στην επικαιρότητα την εσωκομματική διαφωνία για την παραμονή ή την έξοδο από το ευρώ.
του Σταύρου Λυγερού
Η παρέμβαση της Αριστερής Πλατφόρμας στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ επανέφερε στην επικαιρότητα την εσωκομματική διαφωνία για την παραμονή ή την έξοδο από το ευρώ. Στο τελευταίο συνέδριο η μεγάλη πλειοψηφία είχε ταχθεί υπέρ της παραμονής. Ο Λαφαζάνης και οι ομοϊδεάτες του γνωρίζουν ότι δεν έχουν τη δυνατότητα να ανατρέψουν τη θέση που έχει ψηφιστεί. Η παρέμβασή τους είχε στόχο να υπογραμμίσει, και κυρίως να εγγράψει, μια πολιτική υποθήκη.
Η συζήτηση στον ΣΥΡΙΖΑ για το νόμισμα διεξάγεται περισσότερο με ιδεολογικούς και λιγότερο με πολιτικούς όρους. Μπορεί ο καθένας να έχει την άποψή του για το πώς το ευρώ επηρεάζει την ελληνική οικονομία. Το πρόβλημα, όμως, τίθεται με πολύ πρακτικούς όρους. Σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις, το ενδεχόμενο ο ΣΥΡΙΖΑ να είναι πρώτο κόμμα και ο Τσίπρας να κληθεί να σχηματίσει κυβέρνηση συγκεντρώνει ολοένα και περισσότερες πιθανότητες. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο κόμπος θα φτάσει στο χτένι.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επαγγέλλεται την κατάργηση του Μνημονίου και ευρύτερα της ασκούμενης πολιτικής της μονοδιάστατης λιτότητας. Από την άλλη πλευρά, είναι ηλίου φαεινότερο ότι το ευρωιερατείο δεν είναι διατεθειμένο να αποδεχτεί την ακύρωση του Μνημονίου επειδή θα βρεθεί αντιμέτωπο με μια αποφασισμένη ελληνική κυβέρνηση.
Ο Τσίπρας ισχυρίζεται ότι επειδή η Ελλάδα παραμένει συστημικός κίνδυνος, τα αφεντικά της Ευρώπης θα υποχρεωθούν να διαπραγματευτούν μαζί του ένα βιώσιμο πρόγραμμα διεξόδου από την κρίση. Η Ελλάδα πράγματι παραμένει συστημικός κίνδυνος, αλλά αυτό δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά ότι το ευρωιερατείο θα υποχωρήσει. Δεδομένου ότι από τις εδώ εξελίξεις θα κριθούν σε μεγάλο βαθμό και οι εξελίξεις στην υπόλοιπη ευρωπαϊκή περιφέρεια, εάν μια κυβέρνηση Τσίπρα καταργήσει το Μνημόνιο, το πιθανότερο είναι τα αφεντικά της Ευρώπης να εξωθήσουν την Ελλάδα σε χρεοκοπία και σε έξοδο από την Ευρωζώνη, έστω κι αν αυτό σημαίνει ότι θα προκύψουν σοβαρές αρνητικές συνέπειες και για τον ευρωπαϊκό πυρήνα.
Επειδή τις αποφάσεις τις παίρνει το Βερολίνο, ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να δώσει σαφή απάντηση στο ερώτημα: Θα καταργήσει το Μνημόνιο, έστω κι αν αυτό οδηγήσει την Ελλάδα εκτός Ευρωζώνης; Οι παλαιότερες δηλώσεις του Τσίπρα ότι το ευρώ δεν είναι φετίχ αντανακλούσαν τέτοιους προβληματισμούς. Αν και το ζήτημα του νομίσματος είναι εξαιρετικά ευαίσθητο, στο σημείο που έχουν φτάσει τα πράγματα, τα μισόλογα και οι θολές θέσεις μετατρέπονται σε μπούμερανγκ, ειδικά όταν προέρχονται από την αδύναμη πλευρά.
Ο Λαφαζάνης δείχνει να κατανοεί το κενό και γι’ αυτό επαναφέρει τη θέση της Αριστερής Πλατφόρμας στην Κεντρική Επιτροπή. Ο ΣΥΡΙΖΑ επαγγέλλεται την κατάργηση του Μνημονίου χωρίς να δίνει πειστική απάντηση στο ερώτημα τι θα συμβεί μετά και πώς η κυβέρνηση Τσίπρα θα αντιμετωπίσει την πολύ πιθανή επίθεση που θα δεχτεί από το ευρωιερατείο.
Από την άλλη πλευρά, η Αριστερή Πλατφόρμα ουσιαστικά δεν επιθυμεί την εξουσία. Άλλα στελέχη της θεωρούν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι έτοιμος να την ασκήσει με επιτυχία σε τόσο δύσκολες συνθήκες. Άλλα, με αριστερίστικη λογική, θεωρούν ιδανικό το ρόλο του μεγάλου κόμματος διαμαρτυρίας και όχι του κόμματος εξουσίας. Η κοινωνία, όμως, στρέφεται προς το κόμμα του Τσίπρα για να της λύσει το πρόβλημα επιβίωσης που της έχουν δημιουργήσει η κρίση και τα Μνημόνια. Εάν διαψευστεί, θα απευθυνθεί αλλού, επαναφέροντας τον ΣΥΡΙΖΑ στα μονοψήφια εκλογικά ποσοστά.
Το πρόβλημα δεν είναι ότι η ηγετική ομάδα του επιδιώκει να βρεθεί στο τιμόνι της χώρας. Είναι ότι διστάζει να κάνει ό,τι απαιτείται ώστε να ανταποκριθεί σε μια ακραία πολιτική πρόκληση. Ο ΣΥΡΙΖΑ καλείται να μετεξελιχθεί από μικρό κόμμα διαμαρτυρίας σε μεγάλο κόμμα εξουσίας σε ελάχιστο χρόνο και στο εξαιρετικά δυσμενές τοπίο μιας πρωτοφανούς κρίσης. Μια τέτοια μετεξέλιξη απαιτεί μεγάλες ιδεολογικοπολιτικές υπερβάσεις και κυρίως απαιτεί την παραδοχή δύο αληθειών:
Πρώτον, ότι το σταθερό ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ κινείται στο 5%. Οι υπόλοιποι είναι εκλογικοί πρόσφυγες. Κατέφυγαν στο κόμμα του Τσίπρα όχι επειδή έπαψαν να είναι κυρίως κεντροαριστεροί και προσχώρησαν ιδεολογικά στις θέσεις του, αλλά επειδή θεώρησαν δικαιολογημένα ότι το μνημονιακό ΠΑΣΟΚ τους καταστρέφει. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι θα προσδεθούν πολιτικά στον ΣΥΡΙΖΑ εάν ανταποκριθεί στις προσδοκίες τους.
Δεύτερον, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί από μόνος του να κερδίσει τις εκλογές, αλλά δεν μπορεί να κυβερνήσει. Οι συνθήκες είναι εξαιρετικά δυσχερείς και το ευρωιερατείο έχει και συμφέρον και τα μέσα να του τραβήξει το χαλί. Δεν επιθυμεί να δημιουργηθεί ένα ρήγμα στο δόγμα της μονοδιάστατης λιτότητας και, βεβαίως, ένα θετικό προηγούμενο που θα ευνοήσει πανευρωπαϊκά την Αριστερά.
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει κάνει τις δύο αυτές παραδοχές. Ούτε έχει επεξεργαστεί ένα ρεαλιστικό εθνικό σχέδιο που να πείθει ότι μπορεί να εγγυηθεί την ομαλή απεμπλοκή από το Μνημόνιο. Αυτή είναι και η κύρια αιτία που δυσκολεύεται πολύ να κεφαλαιοποιήσει πολιτικοεκλογικά την οικονομικοκοινωνική καταστροφή της μικρομεσαίας θάλασσας. Αυτός είναι και ο λόγος που το σχέδιο των αρχουσών ελίτ να φορτώσουν στο κόμμα του Τσίπρα τον μουντζούρη έχει πολλές πιθανότητες επιτυχίας.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ (Τεύχος 217)