Η Ελλάδα έχει ανάγκη από στρατηγικές σχέσεις με τη Ρωσία
Ο συνεχιζόμενος ανταγωνισμός των ΗΠΑ προς τη Ρωσία, και πολύ περισσότερο ο κίνδυνος υποτροπής του ψυχροπολεμικού κλίματος στην Ανατολική Ευρώπη, θέτει σε δύσκολη θέση την Ελλάδα, της οποίας ο πραγματικός κίνδυνος προέρχεται από τον ανατολικό γείτονα...
του Περικλή Νεάρχου
Πρέσβυς ε.τ.
Η επίσκεψη στην Αθήνα του υπουργού Εθνικής Άμυνας της Ρωσίας, Σεργκέι Σοϊγκού, είναι μια ευκαιρία για επανεκκίνηση των Ρωσο-Ελληνικών σχέσεων, που για μια μεγάλη ήδη περίοδο παραμένουν ουσιαστικά παγωμένες. Οι λόγοι δεν αποτελούν μυστήριο. Συνδέονται με τη σφορδότατη Αμερικανική αντίδραση στα ανοίγματα της κυβερνήσεως Κώστα Καραμανλή, κατά πρώτο λόγο στον ενεργειακό τομέα και ειδικότερα στα γνωστά σχέδια για τον αγωγό πετρελαίου Μπουργκάς - Αλεξανδρούπολη και τον Νότιο Αγωγό φυσικού αερίου SouthStream.
Η Αμερικανική αντίδραση, με πρωταγωνιστή τον τότε υφυπουργό Ευρασίας, Μάθιου Μπράιζα, προσέλαβε απαράδεκτες και αδιανόητες για φίλη και συμμαχική χώρα διαστάσεις, με καταγγελλόμενες επιχειρήσεις αποσταθεροποιήσεως, περιλαμβανομένων σχεδίων εκφοβισμού ή δολοφονίας του τότε πρωθυπουργού. Δεν έχει τεκμηριωθεί αν τα σχέδια αυτά καταστρώθηκαν πράγματι και αν ο πρώην πρωθυπουργός της χώρας στοχοποιήθηκε κατά τέτοιον τρόπο, που θυμίζει άλλες εποχές και άλλες περιοχές του κόσμου.
Αυτό, πάντως, που είναι αδιαμφισβήτητο και δηλώθηκε, άλλωστε, επισήμως από την Αμερικανική πλευρά είναι η έντονη αντίδραση της Ατλαντικής υπερδυνάμεως εναντίον κάθε σχεδίου που προάγει τη Ρωσική ενεργειακή πολιτική στη Νοτιο-Ανατολική Ευρώπη και μέσω αυτής στην υπόλοιπη Ευρώπη. Η κυβέρνηση Γιώργου Παπανδρέου, που διαδέχθηκε την κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή, πάγωσε οποιαδήποτε ανοίγματα προς τη Ρωσία, ενεργειακά ή άλλα. Η πολιτική αυτή συνεχίσθηκε ουσιαστικά και από την επόμενη κυβέρνηση. Η τελευταία προώθησε τον συστηνόμενο από την Αμερικανική πολιτική αγωγό TAP, που μεταφέρει προς την Ευρώπη φυσικό αέριο του Αζερμπαϊτζάν σε συνεργασία με την Τουρκία.
Ένας δεύτερος λόγος είναι το γνωστό ναυάγιο της αγοράς της ΔΕΠΑ από τη Ρωσική Gazprom. Η ΔΕΠΑ, λόγω ακριβώς του στρατηγικού χαρακτήρα που διαδραματίζει στις ενεργειακές συνεργασίες της χώρας αλλά και ως μέρος μιας εθνικής στρατηγικής, που περιλαμβάνει σήμερα την προοπτική της αξιοποιήσεως και των Ελληνικών αποθεμάτων φυσικού αερίου, θα έπρεπε να παραμείνει υπό κρατικό έλεγχο. Εφόσον όμως –κακώς– ιδιωτικοποιείται με όρους ελεύθερου ανταγωνισμού, είναι απαράδεκτο να παρεμβαίνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε ρόλο συμπληρωματικό της Αμερικανικής πολιτικής, και ουσιαστικά με πρόσχημα τον ελεύθερο ανταγωνισμό στην αγορά να θέτει βέτο στην αγορά της ΔΕΠΑ από τη Ρωσική Gazprom, με πολύ υψηλότερο μάλιστα τίμημα.
Θα προέβαλλε κανείς τον ισχυρισμό ότι η ίδια η Gazprom απεσύρθη από τον διαγωνισμό πριν την ολοκλήρωσή του. Η αλήθεια όμως είναι ότι δεν είχε διασφαλισθεί η σύμφωνη γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Υπήρχε επομένως ο κίνδυνος για τη Ρωσική πλευρά να βρεθεί εκ των υστέρων σε μια δυσάρεστη περιπλοκή στην Ελλάδα που θα επηρέαζε γενικότερα και τις ενεργειακές της σχέσεις σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, με κατηγορίες περί δεσπόζουσας θέσεως και μονοπωλίου.
Εν όψει της επισκέψεως του Ρώσου επισήμου, επανήλθαν επίσης στο προσκήνιο κατηγορίες για πώληση στην Ελλάδα του φυσικού αερίου της Gazprom σε τιμές κατά 20% περίπου υψηλότερες σε σχέση με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Η επίσκεψη του Ρώσου επισήμου και, σε προοπτική, του Ρώσου ηγέτη Πούτιν τον Μάρτιο, είναι μια ευκαιρία οι Ελληνο-Ρωσικές σχέσεις να μπουν σε μια νέα βάση και όποια προβλήματα υπάρχουν να επιλυθούν με πνεύμα καλής θελήσεως και αμοιβαίου συμφέροντος. Ασφαλώς, εάν οι τιμές στις οποίες πωλείται στην Ελλάδα το Ρωσικό φυσικό αέριο είναι πολύ υψηλότερες σε σχέση με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, το πρόβλημα πρέπει να εξετασθεί και να διορθωθεί. Παραμένει όμως το ερώτημα: Ποιοι είναι αυτοί που διαπραγματεύθηκαν και υπέγραψαν μια τέτοια ετεροβαρή συμφωνία; Παραμένει επίσης το ερώτημα εάν το θέμα αυτό θα χρησιμοποιηθεί απ’ αυτούς που αντιτίθενται, για άλλους λόγους, στην ανάπτυξη των Ελληνο-Ρωσικών σχέσεων για να τορπιλίσουν οποιαδήποτε πρόοδο και προσέγγιση.
Ο γεωπολιτικός ανταγωνισμός των ΗΠΑ προς τη Ρωσία δεν πρέπει να θυματοποιεί την Ελλάδα
Οι ΗΠΑ συνεργάζονται με τη Ρωσία στη Συρία και στο Ιράν για την εξεύρεση λύσεων στα αδιέξοδα που έχουν δημουργηθεί εκεί και στους γενικότερους κινδύνους που εγκυμονούν. Φαίνεται όμως πως οι ΗΠΑ δίδουν ιδιαίτερη προσοχή στα γεωπολιτικά κέρδη που εξασφάλισαν στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Ευρώπη από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως και αργότερα από τη στρατιωτική επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία. Επιδεικνύουν γι’ αυτό ιδιαίτερη ευαισθησία έναντι οποιασδήποτε πρωτοβουλίας, που υπολαμβάνεται από την πλευρά τους ότι θα μπορούσε να ενισχύσει τον ρόλο και την επιρροή της Ρωσίας στα Βαλκάνια και κατά έναν τρόπο να απειλήσει την εμπέδωση της επιδιωκόμενης εκεί νέας γεωπολιτικής τάξεως.
Η πολιτική αυτή είναι υπερβολική και παράλογη και είναι δύσκολο ν’αντέξει στο χρόνο, παρά τους μεγαλεπήβολους σχεδιασμούς για ένταξη όλων των χωρών των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης στους λεγόμενους Ευρω-Ατλαντικούς θεσμούς, το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επιδιώκεται με τον σχεδιασμό αυτό η δημιουργία ενός ενιαίου και συμπαγούς γεωπολιτικού χώρου, υπό Αμερικανική ηγεμονία, ο οποίος θα εκτείνεται από τη Βόρειο Αμερική μέχρι τα Ρωσικά σύνορα, με διαμφισβητούμενη την Ουκρανία και εν μέρει τον Καύκασο (Γεωργία).
Από την άποψη αυτή, είναι ενδεικτική η νέα διελκυστίνδα που σημειώθηκε για την Ουκρανία μεταξύ Ευρωπαϊκής Ενώσεως και Ρωσίας. Ο Ουκρανός Πρόεδρος Βίκτορ Γιαννούκοβιτς υπανεχώρησε την τελευταία στιγμή από την υπογραφή συμφωνίας συνδέσεως της Ουκρανίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση και δημιουργίας μεταξύ των δύο μερών ζώνης ελεύθερου εμπορίου. Η μεγάλη αυτή χώρα, με την κρίσιμη γεωπολιτική θέση, είναι κυριολεκτικά μήλον της έριδος μεταξύ Ρωσίας και Ευρώπης - ΗΠΑ.
Ο συνεχιζόμενος ανταγωνισμός των ΗΠΑ προς τη Ρωσία, και πολύ περισσότερο ο κίνδυνος υποτροπής του ψυχροπολεμικού κλίματος στην Ανατολική Ευρώπη, θέτει σε δύσκολη θέση την Ελλάδα, της οποίας ο πραγματικός κίνδυνος προέρχεται από τον ανατολικό γείτονα, που είναι επίσης μέλος του ΝΑΤΟ και μέλος του επιδιωκόμενου κοινού αμυντικού και οικονομικού χώρου, υπό την ηγεμονία των ΗΠΑ.
Η Ελλάδα είναι ακάλυπτη στρατηγικά απέναντι στον κίνδυνο αυτό τόσο από την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και από το ΝΑΤΟ. Διατρέχει, μάλιστα, τον κίνδυνο, ιδιαίτερα με την αποδυνάμωση της εθνικής ισχύος που επιφέρει η σημερινή δραματική κρίση, να υποστεί πιέσεις και εκβιασμούς για υποχωρήσεις σε εθνικά θέματα και απαράδεκτες «λύσεις» και «διευθετήσεις» στο Κυπριακό και στο Αιγαίο. Ειδικότερα, η Άγκυρα, μετά τις δεινές ήττες που έχει υποστεί στη Συρία και στην Αίγυπτο και τα εσωτερικά προβλήματα που αντιμετωπίζει, θέτει σε πρώτη προτεραιότητα τις βλέψεις και επιδιώξεις της προς την κατεύθυνση της Ελλάδος και της Κύπρου. Διεκδικεί σε βάρος τους «ανταλλάγματα» για την υποτιθέμενη υποστήριξη και συνεργασία της στους σχεδιασμούς των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή. Εκμεταλλεύεται επίσης ως συνήθως τη μεγαλύτερη στρατηγική σημασία που αποδίδουν σ’ αυτή οι ΗΠΑ σε σχέση με την Ελλάδα και το γεγονός ότι οι ΗΠΑ υπολαμβάνουν ως ενιαίο στρατηγικό σύνολο την Ελλάδα και την Τουρκία και θέτουν γι’ αυτό ως επιτακτική ανάγκη την Ελληνο-Τουρκική «φιλία».
Ο Ρωσικός παράγων είναι απαραίτητο στρατηγικό έρεισμα για την Ελλάδα στο πλαίσιο μιας πολυδιάστατης και ισορροπημένης πολιτικής
Υπό τις παραπάνω συνθήκες, παρά τις προφανείς δυσκολίες, η Ελλάδα έχει ανάγκη από στρατηγικές σχέσεις με μια μεγάλη φιλική χώρα, με την οποία έχει ιστορικούς δεσμούς. Πρωτ’ απ’ όλα γιατί είναι αδιανόητο η Ελλάδα να μην αναπτύξει τις σχέσεις της με μια μεγάλη φιλική δύναμη της περιοχής. Ακόμη και ο στενότερος σύμμαχος των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο, το Ισραήλ, δεν είχε κανένα πρόβλημα να κάνει άνοιγμα συνεργασίας προς τη Μόσχα. Ο πρωθυπουργός Βενιαμίν Νετανιάχου επισκέφθηκε δύο φορές τη Ρωσική πρωτεύουσα και υπέγραψε συμφωνία με την Gazprom για την εκμετάλλευση μέρους του φυσικού αερίου στην Ισραηλινή ΑΟΖ.
Άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία, η Ιταλία και η Γαλλία, αναπτύσσουν στρατηγικές σχέσεις συνεργασίας με τη Ρωσία παρά τις Αμερικανικές αντιρρήσεις. Η Τουρκία έχει πλήρη ενεργειακή συνεργασία με τη Ρωσία και οι εμπορικές της ανταλλαγές υπερβαίνουν ήδη τα 23 δισ. δολ. ετησίως και φιλοδοξεί να τις αυξήσει θεαματικά κατά τα επόμενα χρόνια.
Η Ελλάδα δεν μπορεί να παραμένει χώρα υπό απαγόρευση. Έχει απόλυτη ανάγκη και όφελος να προωθήσει τις σχέσεις της και τις ανταλλαγές σε όλους τους τομείς. Πρωτ’ απ’ όλα έχει ανάγκη ν’ αντισταθμίσει, το γρηγορότερο δυνατό, το χάσμα που έχουν δημιουργήσει οι Τουρκικοί εξοπλισμοί στην ισορροπία δυνάμεων. Οι Τούρκοι, π.χ., εγκατέστησαν πυραύλους εδάφους - εδάφους τύπου «Γιλντρίμ»και «Κασίργκα», βεληνεκούς αντιστοίχως 150 και 300 χλμ. στην Ανατολική Θράκη. Πώς αντισταθμίζονται οι πύραυλοι αυτοί; Παραλαμβάνουν επίσης σύντομα τα λεγόμενα «αόρατα» αεροσκάφη τύπου F-35. Πώς αντιμετωπίζονται από την Ελληνική Αεροπορία και το Ελληνικό σύστημα αεράμυνας; Τα ερωτήματα είναι πολλά στον κρίσιμο αμυντικό τομέα.
Η ανάπτυξη όμως των σχέσεων μπορεί να είναι αμοιβαίως επωφελής σε όλους τους τομείς. Η Ρωσία μπορεί ν’ αποτελέσει για την Ελλάδα στρατηγικό και διπλωματικό έρεισμα στη δύσκολη θέση που βρίσκεται σήμερα και αυτό μπορεί να επιτευχθεί στο πλαίσιο μιας πολυδιάστατης και ισορροπημένης πολιτικής που έχει ως βασική αναφορά τα ζωτικά εθνικά συμφέροντα της χώρας.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ (Τεύχος 216)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου