Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

Περικλή Νεάρχου- Λάθος πορεία


Λάθος πορεία


Ο εναγκαλισμός με την Άγκυρα και η μονοδιάστατη Ελληνική εξωτερική πολιτική εγκλωβίζουν διπλωματικά τη χώρα μας και υποσκάπτουν τα δυνητικά στρατηγικά της ερείσματα...
του Περικλή Νεάρχου
Πρέσβυς ε.τ.
  
Στις 13 του μηνός έρχεται στην Αθήνα ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Αχμέτ Νταβούτογλου. Λίγες μέρες δηλαδή πριν από την Ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής και λίγες μέρες μετά την προκλητική είσοδο στο οικόπεδο 3 της Κυπριακής ΑΟΖ του νέου Τουρκικού σεισμογραφικού σκάφους για έρευνες υδρογονανθράκων «Barbaros».
Για να συμπληρωθεί η εικόνα, θα προσέθετε κανείς την πρόσφατη επίσκεψη στην Αθήνα του Ρώσου υπουργού Εθνικής Άμυνας, Σεργκέι Σοϊγκού, την επίσκεψη στην Ελλάδα του Αμερικανού Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου, στρατηγού Μάρτιν Ντέμσεϋ, και τις ασφυκτικές πιέσεις που ασκούνται στην Ελληνική πλευρά στην Κύπρο για επανέναρξη των διακοινοτικών συνομιλιών, χωρίς ουσιαστικές προϋποθέσεις, που να οριοθετούν μια αποδεκτή λύση. Προφανώς, ο στόχος είναι η επιβολή μιας «λύσεως» τύπου Σχεδίου Ανάν, με απειλές ότι αυτή είναι δήθεν η μόνη οδός για την αξιοποίηση του φυσικού αερίου και την έξοδο από την οικονομική κρίση, που επεβλήθη με το «κούρεμα» των καταθέσεων και το Μνημόνιο. Επιχειρείται, δηλαδή, αντιστροφή του στρατηγικού πλεονεκτήματος της Κύπρου, που είναι το φυσικό αέριο, και πρόταξη της «λύσεως» και του «συνεταιρισμού» με τους Τουρκοκυπρίους ως δήθεν προϋποθέσεως για την αξιοποίησή του. Αυτό το νόημα έχει και η είσοδος στο οικόπεδο 3 της Κυπριακής ΑΟΖ του Τουρκικού ερευνητικού σκάφους, συνοδευόμενου από δύο πολεμικά.
Ποια πρέπει να είναι η αντίδραση και η θέση της Ελληνικής πλευράς; Όχι ασφαλώς η υποχώρηση στις πιέσεις και στους εκβιασμούς και η αποδοχή μιας πορείας που εγκλωβίζει και απομονώνει διπλωματικά την Ελληνική πλευρά. Που προάγει, σε προοπτική, την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την υποκατάστασή της, ως δήθεν «λύσεως», από ένα δικέφαλο μόρφωμα δύο «ισοτίμων» συνιστώντων «κρατών», υπό Τουρκική εγγύηση και στρατιωτική παρουσία στο διηνεκές. Οι διαδοχικές υποχωρήσεις της Ελληνικής πλευράς, κυρίως σε θέματα αρχών, με την ελπίδα ότι θα καθίστατο δυνατό να εξευρεθεί μια συμβιβαστική λύση στο Κυπριακό, δημιούργησε σε βάρος της ένα αρνητικό διπλωματικό κεκτημένο, που χρησιμοποιείται σήμερα ως μοχλός για νέες πιέσεις.
Πρωταγωνιστής σε νέες υποχωρήσεις ανεδείχθη, δυστυχώς, ο πρώην Πρόεδρος Δημήτρης Χριστόφιας. Αγόμενος από έναν περίεργο και δυσεξήγητο «διεθνισμό» έναντι, υποτίθεται, των Τουρκοκυπρίων, που υφίστανται αλλά και νέμονται και εκπροσωπούν την Τουρκική κατοχή, προέβη σε υποχωρήσεις αδιανόητες, καταρώμενος σ’ αντιστάθμισμα τον «εθνικισμό»και το πραξικόπημα. Ασφαλώς, το πραξικόπημα έφερε τους Τούρκους στην Κύπρο.Οι μεγάλοι όμως σκηνοθέτες και αρχιτέκτονες του πραξικοπήματος στο παρασκήνιο είναι οι ίδιοι που πρωτοστάτησαν αργότερα στην προσπάθεια επιβολής των τετελεσμένων γεγονότων της Τουρκικής εισβολής, με τη μορφή του Σχεδίου Ανάν. Είναι οι ίδιοι επίσης που ασκούν και σήμερα πιέσεις στην Ελληνική πλευρά για να ολοκληρωθεί, με διπλωματικό επιστέγασμα, αυτο που άρχισε με το πραξικόπημα και την Τουρκική εισβολή το 1974.
Ο σημερινός Πρόεδρος της Κύπρου, παλαιός ένθερμος υποστηρικτής του Σχεδίου Ανάν, δεσμεύθηκε προεκλογικά να σεβασθεί τη γνώμη που εξέφρασε, με συντριπτικό τρόπο, ο Κυπριακός λαός στο δημοψήφισμα και ν’ αναζητήσει λύση που θα είναι συμβατή με τις αρχές και το συμβατικό δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Πάνω στη βάση αυτή, εξασφάλισε, άλλωστε, την εκλογική συνεργασία του πρώην Προέδρου του ΔΗΚΟ Μάριου Καρογιάν. Η διαδοχή του τελευταίου στη θέση του Προέδρου από τον υιό του αείμνηστου Τάσσου Παπαδόπουλου, Νικόλα Παπαδόπουλο, ενισχύει το μέτωπο που αντιτίθεται σε απαράδεκτη «λύση» τύπου Σχεδίου Ανάν και στην εμπλοκή σε νέες διακοινοτικές διαπραγματεύσεις χωρίς σαφείς και επαρκείς προϋποθέσεις.
Ο Κύπριος Πρόεδρος όμως έδωσε ήδη δείγματα γραφής, που εμπνέεουν μεγάλη ανησυχία σε ό,τι αφορά τη σχεδιαζόμενη στρατηγική στο Κυπριακό σ’ αυτή τη νέα περίοδο. Επανέφερε, συγκεκριμένα, την πρόταση για την Αμμόχωστο, εκτός του πλαισίου της σχετικής αποφάσεως του Συμβουλίου Ασφαλείας. Διασυνδεδεμένη, αντιθέτως, με «ανταλλάγματα»προς την Τουρκική πλευρά. Τα τελευταία αφορούν αφ’ ενός συναίνεση της Κύπρου για το άνοιγμα νέων κεφαλαίων στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις ΕΕ - Τουρκίας. Ευνοϊκότερη επίσης στάση της Κύπρου έναντι των Τουρκικών διεκδικήσεων στις διαπραγματεύσεις συνεργασίας μεταξύ ΕΕ και ΝΑΤΟ. Αφορούν, αφ’ ετέρου, άνοιγμα του λιμένος της Αμμοχώστου αλλά και συζήτηση ανοίγματος του παράνομου αεροδρομίου της Τύμπου, υπό όρους που θα διασφαλίζουν, υποτίθεται, την κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η πρόταση αυτή απερρίφθη από την Τουρκική πλευρά. Η τελευταία επιδιώκει ν’ αξιοποιήσει στο έπακρον το θέμα της Αμμοχώστου για την προώθηση της συνολικής «λύσεως» που επιδιώκει. Η πρόταση όμως παραμένει στο τραπέζι και μπορεί ν’ αξιοποιηθεί από τους διπλωματικούς καλοθελητές την κατάλληλη στιγμή για την προώθηση, υπό την κάλυψη της προτάσεως αυτής, του λεγόμενου «απευθείας εμπορίου». Το τελευταίο θα ήταν ο προθάλαμος της αναγνωρίσεως του ψευδοκράτους από την Ευρωπαϊκή Ένωση και θ’ αποτελούσε καίριο πλήγμα στην υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ο Κύπριος Πρόεδρος ανεδέχθη επίσης και προέβαλε ως δική του τη γνωστή πάγια Τουρκική ιδέα της τετραμερούς συζητήσεως του Κυπριακού (δύο κοινότητες συν Ελλάδα και Τουρκία), με το έωλο επιχείρημα της απευθείας δήθεν εμπλοκής της Τουρκίας στις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό. Την πρόταση αυτή ανέλαβε, στη συνέχεια, ο υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδος, Ευάγγελος Βενιζέλος, και δέσμευσε τη χώρα, μετά τη συνάντησή του στη Ν. Υόρκη με τον Τούρκο ομόλογό του για να εξυπηρετήσει δήθεν τους Κυπρίους!
Η Ελληνική πλευρά απομονώνεται διπλωματικά και υποσκάπτει τις δυνητικές στρατηγικές συμμαχίες της
Η εικόνα που δίνει η Ελληνική πλευρά είναι θλιβερή και αυτό δεν οφείλεται μόνο στην αδυναμία στην οποία βρίσκονται, λόγω Μνημονίων, οι δύο κρατικοί πόλοι του Ελληνισμού. Αποκαλύπτουν ένα απαράδεκτο έλλειμμα στρατηγικής, που προκύπτει από φοβικά σύνδρομα, μονόπλευρη παθητική ευθυγράμμιση, ανεπαρκή ανάλυση των γεγονότων και απάθεια και αδράνεια μπροστά στους επικρεμάμενους κινδύνους.
Η Κύπρος, καταψηφίζοντας το Σχέδιο Ανάν, μπήκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως Κυπριακή Δημοκρατία και όχι ως δικέφαλο, ομόσπονδο δήθεν κράτος, υπό τον στρατηγικό έλεγχο των Βρετανών και των Τούρκων. Ήταν μια μεγάλη νίκη της Ελληνικής πλευράς, παρά τις επιφυλάξεις που μπορεί να έχει κανείς για την Ευρωπαϊκή Ένωση, μετά τον γνωστό προσανατολισμό που έχει πάρει.
Στο πνεύμα αυτό και με δεδομένη την απόρριψη από τον λαό «λύσεως» τύπου Ανάν, η Κύπρος έπρεπε να χαράξει σταθερά μια νέα στρατηγική. Αντιθέτως όμως, η άνοδος στην εξουσία του Δημήτρη Χριστόφια και του κόμματός του, με τα αποπροσανατολιστικά, «διεθνιστικά» και παλαιοημερολογίτικα κηρύγματά του, επανεγκλώβισε το Κυπριακό σε άκαρπες διακοινοτικές συνομιλίες, που το έφθειραν και το υποβάθμισαν ως διεθνές θέμα εισβολής και κατοχής.
Η εξεύρεση μεγάλων κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην Κυπριακή ΑΟΖ και η τολμηρή πολιτική για την εκμετάλλευσή του έδωσαν στην Κύπρο ένα νέο, μεγάλο στρατηγικό πλεονέκτημα, που συνδυάσθηκε επιπλέον με τη ρήξη στις στρατηγικές σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ. Οι σχέσεις αυτές, ακόμη και αν υπάρξουν προσπάθειες αποκαταστάσεως και αναζωογονήσεώς τους, δεν θα επιστρέψουν ποτέ στην προηγούμενη κατάσταση εμπιστοσύνης. Οι αλλαγές στην Τουρκική πολιτική είναι μεγάλες και οι Τουρκικές φιλοδοξίες για ηγεμονική παρουσία και επιρροή περιλαμβάνουν και την Ανατολική Μεσόγειο. Πολύ περισσότερο τώρα που κρύβει στον βυθό της και θησαυρούς υδρογονανθράκων. Ο ανταγωνισμός για την ηγεμονία στην περιοχή μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ είναι δεδομένος.
Με τη λογική αυτή, το Ισραήλ, αντιθέτως με ό,τι συνέβαινε στο πρόσφατο παρελθόν, μέχρι ακόμη και το Σχέδιο Ανάν, βλέπει ως φυσικούς συμμάχους την Κύπρο και την Ελλάδα. Για λόγους που σχετίζονται με τη νέα Τουρκική απειλή και όχι για λόγους που σχετίζονται με το Μεσανατολικό.
Τι γίνεται όμως το χαρτί και το στρατηγικό αυτό πλεονέκτημα, εάν οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις στην Κύπρο υποκύψουν στις ξένες πιέσεις και σπεύσουν για μια δήθεν «λύση», που θα οδηγούσε στην κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, με την οποία το Ισραήλ αναπτύσσει σήμερα στρατηγικές σχέσεις;
Ανάλογα ερωτήματα τίθενται και σε σχέση με την ακολουθούμενη πολιτική από την Ελλάδα έναντι της Τουρκίας. Πώς συμβιβάζονται οι εναγκαλισμοί με την Τουρκία, όταν η τελευταία κλιμακώνει συνεχώς τις πιέσεις και τους εκβιασμούς κατά της Ελλάδος και αναπτύσσει συστηματικά μια τεράστια πολεμική μηχανή που ανατρέπει τις υπάρχουσες ισορροπίες μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας; Πώς αντετοιμάζεται η Ελλάδα σ’ όλη αυτή την Τουρκική πολεμική προπαρασκευή και ποιες στρατηγικές συμμαχίες οικοδομεί για την αντιμετώπισή της και τη διαφύλαξη της Ελληνικής ικανότητας αποτροπής;
Η Ελλάδα έχει επείγουσα ανάγκη ν’ αναπτύξει τις στρατηγικές της σχέσεις, παραλλήλως προς τις άλλες σχέσεις της, με τη Ρωσία και το Ισραήλ. Είναι γνωστές οι Αμερικανικές ενστάσεις για τη Ρωσία για λόγους δικής τους στρατηγικής. Εφόσον όμως ούτε το ΝΑΤΟ ουτε οι Αμερικανοί ούτε η Ευρωπαϊκή Ένωση καλύπτουν ουσιαστικά την Ελλάδα έναντι της Τουρκικής επιβουλής, η Ελλάδα δεν έχει άλλη επιλογή από το να μεριμνήσει η ίδια για την ασφάλειά της, αν είναι αποφασισμένη να υπερασπίσει την ακεραιότητά της και τα ζωτικά εθνικά της συμφέροντα. Με την ίδια λογική, δεν έχει επίσης το περιθώριο να συνεχίσει την πολιτική των δρακόντειων περικοπών στην άμυνα, παρά τη δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Δυστυχώς, οι καιροί είναι «ου μενετοί».
 Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ (Τεύχος 217)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου